- διάφαυμα
- διά-φαυμα, ατος, τό,A daybreak, PLond.5.1684.4 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάφαυμα — (AM) και διάφαυσμα, το (Μ) λυκαυγές, αυγή, όρθρος … Dictionary of Greek
διάφαυμα — daybreak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαύματος — διάφαυμα daybreak neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)